ἐπίλυσιν

ἐπίλυσιν
ἐπίλυσις
release from
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επίλυση — η (AM ἐπίλυσις) [επιλύω] 1. η εύρεση τής λύσης που πρέπει («η επίλυση τών προβλημάτων») 2. εξήγηση, διασάφηση αρχ. μσν. απαλλαγή από κάτι («Ποσειδᾱν, ἐπίλυσιν φόβων, ἐπίλυσιν δίδου», Αισχ.) μσν. είδος αυτοκρατορικού εγγράφου αρχ. 1. απαλλαγή από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”